- υδροαιματίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) μικροκοκκώδης αιματίτης με απορροφημένο νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrohematite (< υδρ[ο]-* + αιματίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.